- κερσαίον
- κερσαῑον, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «νόμισμα παρά Αἰγυπτίοις».[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως < θ. κερσ- τού κείρω «κόβω» + -αῖον, ουδ. τής -αῑος (πρβλ. και κέρμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερσαῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)